Δεν έχουμε εαυτό αν δεν μιλήσουμε για όσους μάς αγάπησαν. Οι εφήμερες μέριμνες μας ωθούν να μη θυμόμαστε ποιος μας βάφτισε στον απέραντο ωκεανό της γλώσσας, στη μουσική και το ρυθμό των λέξεων. Τα ιστορήματα που ακολουθούν συνιστούν κομμάτια μιας αφήγησης για όσα ζήσαμε μαζί με τη γιαγιά μου Διονυσία, στην Κρέστενα του νομού Ηλείας. Προσπάθησα να αποκαταστήσω τη ρευστή εκείνη εποχή —από το 1964, που κατάλαβα ότι υπάρχω, ώς το 1986 που πέθανε—, όπως την έβλεπαν τα μάτια ενός παιδιού που, απ’ όσα άκουγε γύρω του, ο Βενιζέλος ήταν ένας κακούργος που καιγόταν στην κόλαση με τον Βελζεβούλ, και ο Ξενοφώντας ένας μεγάλος μάγος που δυνάστευε παντοδύναμος τον τόπο. Τα ιστορήματα είναι γεμάτα από την ευφορία της ζωής. Τα πάντα πλήρη ανθρώπου. Όταν η Διονυσία έλεγε δαιμόνια, εννοούσε θεούς. Και τους έβλεπε παντού, ευεργετικούς και εχθρικούς ταυτόχρονα, προσπαθώντας με τις μικρές τελετές της καθημερινότητάς της —τον αργαλειό, το μαγείρεμα, το τραγούδι— να τους κρατήσει σε απόσταση. Αυτή ήταν η δική της ανθρωποδικία. Παρά την ευφορία τους, τα ιστορήματα προϋποθέτουν τραγωδία και καταστροφή. Μολοντούτο, δεν επιμένουν στο τραύμα. Μεταστοιχειώνουν την απουσία και το πένθος σε υποθήκες ζωής, σε δύναμη, θάρρος, καρτερία. Τα λόγια της, όπως προσπάθησα να τα ανασυγκροτήσω εδώ, δεν συνιστούν λαογραφικές ασκήσεις, δεν χαριεντίζονται σε νοσταλγικές αποδράσεις, ούτε διατυμπανίζουν προνεωτερικούς εξωτισμούς. Αν κάνουν κάτι, είναι να λυτρώνουν από τον τρόμο του αγνώστου. Μη τα βάνεις με την ομορφιά του κόσμου. Θα σε πατήσει το σκοτάδι. Όλος ο νους σου θα γίνει μαυρίλα, τάφος. Δεν ξεχνώ αυτή τη νουθεσία.