Δεν υπάρχουν προϊόντα στο καλάθι σας.
Από ένα θρύλο της Βενεζουέλας, όπου μια λεμονιά σώζει ένα χωριό από πανούκλα, κατασκευάζεται το άγαλμα του ξύλινου Ναζωραίου. Χρόνια μετά, ο Οκτάβιο, αναλφάβητος που κατοικεί στη συγκεκριμένη ντενεκεδούπολη, κρύβει το ελάττωμά του χαράζοντας το δεξί του χέρι. Γνωρίζει μια ηθοποιό που τον μαθαίνει να γράφει, όμως για τον Οκτάβιο η γραφή αρχίζει να γίνεται κάτι πολύ πιο σωματικό. Μπλέκει με μια ομάδα από λήσταρχους, που κρύβουν τα λάφυρά τους στην εγκαταλειμμένη εκκλησία, και δουλεύει μαζί τους ως οδηγός. Όταν θα χρειαστεί κάποια στιγμή να ληστέψουν μια αρχαία πέτρα με μια γραφή που τον έχει εντυπωσιάσει και βρίσκεται στο διαμέρισμα της αγαπημένης του, ο Οκτάβιο θα αποκαλυφθεί στα μάτια της και θα φύγει από την πόλη ξεκινώντας το ταξίδι του. Θα χωθεί σε αιωνόβια δάση με αστείρευτα νερά, θα μάθει γράμματα σε παιδιά από ξεχασμένα χωριά, θα γνωρίσει έναν αλλόκοτο άνθρωπο, ισχνό στην όχθη του ποταμού, μεγαλόσωμο μακριά από αυτόν. Όταν θα τον μεταφέρει ο Οκτάβιο στην άλλη όχθη, ο άντρας θα μικρύνει μέχρι που θα γίνει παιδί. Επιστρέφοντας πια στην πόλη του, η εκκλησία αναπαλαιώνεται για να γίνει θέατρο. Εκεί έρχεται ο παλιός λήσταρχος και αγοράζει το ξύλινο άγαλμα του Ναζωραίου. Ο Οκτάβιο, εντωμεταξύ, έχει χτυπήσει το χέρι του, από κάποιο σημείο της εκκλησίας που κατέρρευσε. Το χέρι αυτό σιγά-σιγά γίνεται ξύλινο. Μέχρι που ο Οκτάβιο, στα εγκαίνια του θεάτρου, εκεί που οι ηθοποιοί αναπαριστούν την ιστορία της πανούκλας, εμφανίζεται στη σκηνή. Η καρδιά του χτυπά μέσα στο καινούργιο ξύλινο άγαλμα του Ναζωραίου.