Ο Τέος Ρόμβος ήρθε στον κόσμο το 1945 στην Αθήνα. Νυχτερινά σχολεία, ξύλο με παρακρατικούς, διάφορες δουλειές, αλητεία. Μπαρκάρισε στα καράβια το 1961, έζησε κατά διαστήματα στη Λατινική Αμερική, στην Ιαπωνία, στις Ηνωμένες Πολιτείες κι αλλού. Μονιμότερη διαμονή στη Γαλλία (1966-1969), στη Γερμανία (1969-1974 και 1987-1991), στην Αθήνα (1974-1981), στο Κρανίδι Πελοποννήσου (1981-1984), στην Αφρική (1984-1985) και σε όλα τα μεσοδιαστήματα στην Αθήνα. Από το 1993 ζει στην Απάνω Χώρα της Σύρου. Στη Γαλλία παρακολουθεί μαθήματα κινηματογράφου και κάνει τις πρώτες του πειραματικές ταινίες. Αργότερα στη Γερμανία: παρέες με γερμανούς λογοτέχνες, ταινίες που δεν τελειώνουν ποτέ· εργάζεται στη γερμανική τηλεόραση· γράφει σενάρια και κασέτες με λογοτεχνία. Στην Αθήνα της μεταπολίτευσης, ανοίγει το βιβλιοπωλείο "Οκτάπους" και κάνει εκδόσεις. Εκδότης του περιοδικού "Τρύπα". Εργασίες του δημοσιεύονται σε περιοδικά και εφημερίδες. Εξέδωσε τα βιβλία "Τηλεφυματίωση" (1976), "Τρία φεγγάρια στην πλατεία" (1985), "Πλάνος δρόμος" (1987), "Ασσασίνοι του Βορρά, Δροσουλίτες του Νότου" (1991), "Κείμενο Πάθος" (1995), "Ίχνη" (2002), "Άνθη της πέτρας" (2003), "Κρυφά ταξίδια" (2005), "Πλωτίνος Ροδοκανάκης, ένας Έλληνας αναρχικός" (2006). Συμμετέχει ενεργά στο Δίκτυο Αιγαίου και στο ηλεκτρονικό περιοδικό Εύπλοια: http://www.eyploia.gr/
Τα χιλιάδες ερημονήσια του Αιγαίου δίνουν την ευκαιρία στο σημερινό ανθρωποειδές των μεγαλουπόλεων να συρθεί έξω από τον πρωτογονισμό της μεγάλης σπηλιάς, όπου ζει, και ξεπερνώντας τον τρόμο του να βρεθεί μόνος μες στη φύση και να ξαναγοητευτεί απ᾿ αυτήν...
"Φυλλομετρώντας τις σελίδες αυτού του βιβλίου, στ αφτιά μου φτάνει το θρόισμα από τις φυλλωσιές του μεγάλου Δάσους μέσα στην τροπική νύχτα, οι κουρασμένες κουβέντες των ανθρώπων που κάθονται γύρω απ τη φωτιά και μασάνε τον καρπό της κόλας για να ξεχαστούνε, οι πιτσιλιές από αίμα που κυλάνε πάνω στους τοίχους της παλιάς τούρκικης φυλακής και μετράνε τις ώρες και τις μέρες της απόγνωσης και της τρέλας των φυλακισμένων, παραισθήσεις που γεννάει η μοναξιά, τα τριξίματα της φωτιάς που ζεσταίνει τους τελευταίους κατοίκους της αθηναϊκής πλατείας και τα άτσαλα φτερουγίσματα των μεγαλόσωμων πουλιών στις εκβολές του ποταμού Κόνγκο....
Τη νύχτα εκείνη που καίγονταν τα Εξάρχεια με πρόσωπα βγαλμένα από φλαμανδικούς πίνακες με λιγοστούς φωτισμούς σε απαλό κιτρινωπό χρώμα, με μάτια γάτων που βλέπανε στο σκοτάδι, με τον πόθο και το πάθος της ανατροπής στο αίμα, στην ψυχή, στο μυαλό και στα χέρια, γυρνάγανε οι σκιές μας στα αναχώματα και στα οδοφράγματα που είχαμε στήσει την ημέρα και απωθούσαμε τους οργανωμένους που έρχονταν να τα χαλάσουν....