Προδιαγραφές προϊόντων
Ημερομηνία Έκδοσης | 6/2024 |
Σελίδες | 102 |
Εξώφυλλο | Μαλακό εξώφυλλο |
Διαστάσεις | 21χ14 |
Πεζογράφημα στα όρια ποίησης, μυθοπλασίας, δοκιμίου, κατακερματισμένου λόγου, για τον σπουδαίο ζωγράφο Φράνσις Μπέικον που διαισθητικά ζωγραφίζει τον θάνατο του μέσα από την μαγική γραφή του Μαξ Πόρτερ. _____ Ο μεγάλος Ιρλανδός ζωγράφος Φράνσις Μπέικον, ετοιμοθάνατος στη Μαδρίτη. Θραυσματικά στιγμιότυπα από τη ζωή του και πρόσωπα, η κριτική για το έργο του, όψεις της δημιουργικής διαδικασίας και της εκρηκτικής προσωπικότητάς του ισορροπούν σε μια σειρά από επτά πίνακες φτιαγμένους από λέξεις, με αποκορύφωμα ίσως τη στιγμή που ο ίδιος ο Πόρτερ απευθύνεται στον Μπέικον, αποκαλύπτοντας τα πραγματικά σημεία φυγής αυτού του καινοτόμου εγχειρήματος σύγκλισης της γραφής με τη ζωγραφική: την αγάπη του για τον Μπέικον· την απόπειρα να μιλήσουν οι πίνακες με τη δική τους φωνή. * Η μυθοπλαστική κατασκευή του Πόρτερ είναι σχετικά απλή. Από την πρώτη ενότητα που φέρει τον τίτλο «Προσχέδιο. Μη υπαρκτό, μολύβι σε χαρτί, 16 x 10 εκατοστά» μπορούμε να αντιληφθούμε διαγραμματικά τη δομή του χώρου και τη βασική διάταξη των χαρακτήρων. Ο ετοιμοθάνατος Μπέικον, τοποθετείται σε ένα δωμάτιο, φτιαγμένο από την ίδια παράδοξη γεωμετρική λογική που διέπει και τους πίνακές του. Ένα πλαίσιο λειτουργεί ως κρεβάτι, μια τρύπα ως παράθυρο. Συνολικά δύο σώματα, το δικό του και αυτό που τον φροντίζει. Το δικό του αποδίδεται ως μια επίπεδη επιφάνεια χωρίς όγκο. Είναι το αρχικό σχέδιο του σώματός του. Ο Μπέικον, στο τέλος της ζωής του, προσπαθεί να συλλάβει και να σχεδιάσει τον εαυτό του. Μοιραία, αυτό το σχέδιο δεν θα ολοκληρωθεί ποτέ. Οι επτά πίνακες που διαδέχονται το προσχέδιο περιγράφουν επτά διαφορετικές συναντήσεις στον ίδιο χώρο. Όλες ξεκινούν με την ίδια προτροπή: «Καθίστε γιατί δεν κάθεστε». Η κυρίαρχη οπτική γωνία μέσα από την οποία οργανώνεται η αντίληψη του χώρου και των προσώπων είναι αυτή του κατάκοιτου Μπέικον. Στην αρχή του πρώτου πίνακα διαβάζουμε: «Πολύ κακή γωνία». Ακολουθεί η περιγραφή του πρώτου επισκέπτη, πρόκειται στην ουσία για μία σύνθεση ανάμεσα στη νοσοκόμα που τον φροντίζει και πρόσωπα που εμφανίζονται παραισθητικά. Ξαπλωμένος, ο Μπέικον παρακολουθεί τις κινήσεις της νοσοκόμας σαν να προσπαθεί να παγιδεύσει το ζωγραφικό του αντικείμενο: «Εκείνη γυρνάει και αυτό ξαφνικά είναι μια όμορφη προοπτική». Ο τρόπος που την κοιτάζει μέσα στον χώρο, είναι ο τρόπος με τον οποίο αποδίδει τα πρόσωπα στους πίνακές του. Όταν η νοσοκόμα τον ρωτάει αν πονάει, ο Μπέικον θα απαντήσει: «Απλώς δουλεύω». Είναι στο ίδιο σημείο που θα της ζητήσει να επέμβει στη ζωγραφική εικόνα που επεξεργάζεται ο ίδιος νοερά: «Ηρεμήστε αυτό το αιωρούμενο δάχτυλο με ένα πανί». Αλλού την προτρέπει, συγχέοντάς τη προφανώς με κάποιο επισκέπτη: «Κλείσε τα μάτια, τώρα θα ζωγραφίσουμε μαζί. [...] (από την εισαγωγή του Θ. Συμεωνίδη)