Στο αφήγημα "Διατί η μηλιά δεν έγεινε μηλέα" (1885) απαντούν και συναρτώνται πίσω από το μετωνυμικής κοπής σύμβολο της μηλιάς όχι μόνο οι συγκαιρινοί προβληματισμοί για την παιδεία, τη γλώσσα και το μέλλον του έθνους, αλλά και παλαιά φιλοσοφικά προβλήματα που βρίσκονταν προς τα τέλη του 19ου αιώνα ξανά στο προσκήνιο της ευρωπαϊκής διανόησης: η διαμάχη μεταξύ νομιναλισμού και ρεαλισμού, η καταγωγή της ανθρώπινης γλώσσας (φύσει/θέσει), η λογικοκρατία και η αισθησιοκρατία. Μέσα από μια φιλολογική, ιστορική και φιλοσοφική προσέγγιση του αφηγήματος καταδεικνύεται η διαπλοκή φιλοσοφικής παιδείας και λογοτεχνικής φλέβας, ενώ ανιχνεύονται οι προβληματισμοί του Βιζυηνού σχετικά με τη γλώσσα και οι απόψεις του γενικότερα για το Ανατολικό ζήτημα και τη μοίρα του ελληνισμού. Το κέντρο βάρους της έρευνας ωστόσο είναι οι επιδράσεις που δέχτηκε ο συγγραφέας από την αρχαία ελληνική γραμματεία και ιδίως τον Πλάτωνα. Σε μια περίοδο όπου μια μεγάλη μερίδα της ελληνικής διανόησης θέλει τη γλώσσα της εκπαίδευσης ως έγγιστα στην αττική διάλεκτο ούτως ώστε να αποκατασταθεί η συνέχεια του ελληνισμού, ο Βιζυηνός στρέφεται στους αρχαίους για να θέσει εξ αρχής το πρόβλημα της ουσίας.